Ο Νικηταράς είναι από εκείνες τις μορφές που, όσο περισσότερο τις γνωρίζεις, τόσο περισσότερο νιώθεις πως η ιστορία τις αδίκησε. Όχι ο λαός· ο λαός τον λάτρεψε. Το κράτος ήταν εκείνο που δεν μπόρεσε ποτέ να «χωνέψει» έναν άνθρωπο που δεν λύγισε, δεν εξαγοράστηκε και δεν μπήκε σε πολιτικά παιχνίδια.
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος έμεινε στη μνήμη μας ως ένας από τους πιο καθαρούς ήρωες του ’21. Κι ας πέθανε φτωχός. Κι ας τον ανάγκασαν να ζητιανεύει.
Η δύναμη ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε ποτέ τη μάχη
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, που όλοι μάθαμε ως Νικηταρά, μπήκε στην Επανάσταση χωρίς να ζητήσει τίποτα. Πολέμησε με πάθος και αφοσίωση, έχοντας στο μυαλό του ένα πράγμα: την ελευθερία της πατρίδας.
Στα Δερβενάκια, εκεί όπου έλαμψε όσο λίγοι, έσπασε τρία σπαθιά στη μάχη. Δεν είναι υπερβολή· το περιγράφουν όσοι βρέθηκαν εκεί. Το χέρι του δεν σταματούσε και οι Τούρκοι υποχωρούσαν έντρομοι. Έτσι πήρε το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος», που τον ακολούθησε για πάντα.
Δεν λεηλάτησε ποτέ χωριά, δεν πήρε λάφυρα, δεν ζήτησε αξιώματα. Ήταν ο στρατιώτης που ήθελες δίπλα σου. Και ταυτόχρονα ο άνθρωπος που οι πολιτικοί φοβόντουσαν.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ξεκίνησε η πραγματική του δοκιμασία
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο Νικηταράς δεν ανταμείφθηκε όπως άλλοι αγωνιστές. Δεν ανήκε σε φατρίες, δεν είχε «μέσον», δεν έπαιξε το παιχνίδι της εξουσίας. Κι αυτό πλήρωσε.
Τον κατηγόρησαν για συνομωσίες που δεν έκανε. Τον φυλάκισαν στην Αίγινα, σε ένα μέρος υγρό και ανθυγιεινό, όπου η υγεία του καταστράφηκε. Όταν βγήκε, ήταν ήδη σχεδόν τυφλός και βασανισμένος.
Το κράτος δεν του έδωσε σύνταξη. Δεν του έδωσε ένα κομμάτι γης για να ζήσει. Δεν του έδωσε καν τη στοιχειώδη φροντίδα που άξιζε.
Αντί γι’ αυτά, του έδωσαν… άδεια επαιτείας.
Η πιο ντροπιαστική εικόνα για το νεοελληνικό κράτος
Φανταστείτε το σκηνικό: κάθε Παρασκευή, έξω από την Ευαγγελίστρια στον Πειραιά, στέκεται ένας γέρος σχεδόν τυφλός. Στο χέρι του κρατά ένα χαρτί, μια επίσημη άδεια που του επιτρέπει να ζητιανεύει. Αυτό ήταν το «ευχαριστώ» της πατρίδας.
Οι περαστικοί περνούσαν από δίπλα του. Πολλοί δεν ήξεραν ποιος ήταν. Άλλοι ξαφνιάζονταν που έβλεπαν τον «Τουρκοφάγο» να μετρά κέρματα. Κάποιοι δάκρυζαν.
Εκείνος όμως δεν παραπονέθηκε ποτέ. Η αξιοπρέπεια που είχε στη μάχη την είχε και στη φτώχεια.
Γιατί τον «έσβησαν»;
Ο Νικηταράς ήταν αγνός. Κι αυτό για κάποιους ήταν επικίνδυνο. Δεν ήθελε ρουσφέτια, δεν έμπαινε σε κόμματα, δεν γινόταν πιόνι. Ήταν ένας άνθρωπος με καθαρό βλέμμα, ακριβώς όπως τον φοβόντουσαν όσοι ήθελαν να χτίσουν μια χώρα όχι για τον λαό, αλλά για την εξουσία.
Έτσι έμεινε στο περιθώριο. Όχι επειδή δεν άξιζε να τιμηθεί, αλλά επειδή δεν ταίριαζε στο σύστημα που τότε γεννιόταν.
Όταν επιτέλους τον θυμήθηκαν, ήταν αργά
Λίγο πριν πεθάνει, κι ενώ ο κόσμος άρχιζε να αντιδρά για την κατάστασή του, του έδωσαν έναν τιμητικό βαθμό και μια μικρή σύνταξη. Ήταν μια κίνηση περισσότερο πολιτική παρά ανθρώπινη.
Όμως ο Νικηταράς είχε ήδη πληρώσει το τίμημα της εντιμότητάς του. Ένας ήρωας που έδωσε τα πάντα, πήρε πίσω τα λιγότερα.
Πέθανε φτωχός, με το σώμα καταπονημένο, αλλά με την ψυχή του καθαρή. Ζήτησε να ταφεί δίπλα στον θείο του, τον Κολοκοτρώνη. Κι εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Γιατί η ιστορία του μας αφορά σήμερα
Η ζωή του Νικηταρά δεν είναι απλώς μια συγκινητική ιστορία από τα παλιά. Είναι υπενθύμιση. Μας δείχνει πως η ακεραιότητα δεν επιβραβεύεται πάντα. Μας θυμίζει ότι η Ελλάδα χτίστηκε από ανθρώπους που δεν έβαλαν τον εαυτό τους πάνω από τον αγώνα.
Και πάνω απ’ όλα, μας υποχρεώνει να μην ξεχνάμε.
Γιατί ο τρόπος που μια χώρα φέρεται στους ήρωές της λέει πολλά και για το πώς φέρεται στους πολίτες της.
Ο Νικηταράς έφυγε χωρίς πλούτη και τιμές. Αλλά άφησε πίσω του κάτι που δεν αγοράζεται: ένα παράδειγμα καθαρότητας, θάρρους και αυταπάρνησης. Κι αυτό είναι που τον κάνει σήμερα πιο σύγχρονο από ποτέ.












