Οι διακοπές στην Ελλάδα έχουν μια μαγεία. Μια μελωδία που σε καλεί από τον Μάιο, σε σπρώχνει να κάνεις σχέδια, να ψάξεις νησί, να φανταστείς θάλασσες και ήλιο. Κι όμως… μέχρι να έρθει η στιγμή να πατήσεις το πόδι σου στο πλοίο, έχεις περάσει από ένα mini reality επιβίωσης. Αν το έχεις ζήσει, ξέρεις. Αν όχι, ετοιμάσου.
Γιατί η οργάνωση ενός ταξιδιού μοιάζει με αποστολή;
Κάθε χρόνο ξεκινάς με την ίδια ελπίδα: «Φέτος θα το οργανώσω σωστά». Το λες με περηφάνια, σαν να ανακοινώνεις νέα καριέρα. Μπαίνεις στις πλατφόρμες, ψάχνεις εισιτήρια, βρίσκεις τιμές που μοιάζουν με προσφορές για business class στη Νέα Υόρκη και αρχίζεις να ιδρώνεις πριν καν μπει το καλοκαίρι.
Οι θέσεις; Εξαντλημένες. Τα δωμάτια; Κλεισμένα. Οι τιμές; Για να το πούμε ευγενικά, κάπως «πικάντικες». Κι εσύ εκεί, με την επιμονή σου, να ψάχνεις την τέλεια επιλογή που τελικά θα γίνει «ό,τι βρούμε, αρκεί να φύγουμε».
Τι σε περιμένει όταν φτάσεις στο πολυπόθητο νησί
Φτάνεις στο δωμάτιο που στην αγγελία έγραφε «παραδοσιακό» και η πρώτη σκέψη είναι ότι το «παραδοσιακό» μάλλον εννοούσε «προ 1970 και έκτοτε ακούμπητο». Το ψυγείο κάνει θόρυβο σαν δελφίνι που ζητά βοήθεια, το κλιματιστικό φυσάει αναμνήσεις, και το μπάνιο είναι τόσο μικρό που νιώθεις πως κάνεις ντουζ σε τηλεφωνικό θάλαμο.
Αλλά είσαι σε νησί. Δεν θα χαλάσεις τη διάθεσή σου. Θα πας στην ταβέρνα, στη μία αυτή που «πρέπει να πας». Θα τηλεφωνήσεις. Θα πάρεις την απάντηση-μαχαιριά: διαθέσιμο τραπέζι… του χρόνου. Χωρίς λεπτομέρειες.
Αποφασίζεις να πας έτσι. Περιμένεις στην ουρά, κάτω από τον ήλιο, χωρίς νερό, χωρίς καρέκλα, με τα κουνούπια να πανηγυρίζουν. Και παρ’ όλα αυτά, όταν τελικά κάθεσαι, λες «ε κάτι έχει η φήμη».
Οι παραλίες που μοιάζουν με φεστιβάλ
Λες «θα πάω θάλασσα, θα χαλαρώσω». Γλυκιά αυταπάτη. Φτάνεις και βλέπεις όλες τις ομπρέλες πιασμένες από τις 7 το πρωί. Από οικογένειες που έχουν φέρει μαζί τους από σανίδες μέχρι φορητά ηχεία και κυκλωπικούς φουσκωτούς.
Ψάχνεις ένα σημείο στη σκιά. Δεν υπάρχει. Κάθεσαι στην πέτρα. Ζεστή. Πολύ ζεστή. Η άμμος σε καίει μέχρι και στα συναισθήματα, αλλά εσύ αποφασίζεις ότι θα βουτήξεις.
Βουτάς. Δροσίζεσαι. Επιτέλους. Βγαίνεις… και αμέσως καίγεσαι.
Το ταξίδι της επιστροφής που δοκιμάζει τα όριά σου
Έφτασε η μέρα να φύγεις. Φτάνεις νωρίς στο λιμάνι, γιατί σου το είπαν «καλύτερα να είσαι από πριν». Και περιμένεις. Στον ήλιο. Με κόσμο παντού. Με καυσαέριο. Με ένταση.
Το πλοίο αργεί. Δεν ξέρεις γιατί, δεν ξέρεις πώς, αλλά όλοι φαίνονται εξίσου απελπισμένοι. Όταν επιτέλους φτάνει, γίνεται μάχη. Ορδές ανθρώπων να προσπαθούν να μπουν πρώτοι, σαν να μπαίνουν σε theme park που ανοίγει για τελευταία φορά.
Μπαίνεις κι εσύ, κάπως, κάπου. Κάθεσαι όπου βρεις. Νιώθεις εξάντληση. Πίκρα. Αλλά και μια περίεργη χαρά. Γιατί κάπως, τελικά, κατάφερες να ζήσεις το ελληνικό καλοκαίρι.
Γιατί, παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι το περιμένουμε ξανά
Όταν γυρίσεις σπίτι, με το μαύρισμά σου να θυμίζει έργο αφηρημένης τέχνης και τη βαλίτσα να σε κοιτά με απειλή, κάνεις μια υπόσχεση: «Του χρόνου θα πάω αλλιώς. Ή δεν θα πάω καθόλου».
Το λες και το πιστεύεις.
Μέχρι να μπει ο Μάιος. Τότε ξαναρχίζει το ίδιο έργο, με την ίδια προσμονή, τον ίδιο ενθουσιασμό, και την ίδια παράλογη λαχτάρα για διακοπές που ξέρεις ότι θα σε ταλαιπωρήσουν αλλά και θα σε μαγέψουν.
Γιατί έτσι είμαστε. Ζούμε για το καλοκαίρι, ακόμα κι όταν μας εξουθενώνει. Το περιμένουμε, το κυνηγάμε, το νοσταλγούμε πριν καν τελειώσει.
Τι μπορούμε να κάνουμε για να μην περάσουμε τα ίδια;
Μερικές απλές κινήσεις μπορούν να σώσουν τη χρονιά:
– Ξεκινήστε την οργάνωση όσο πιο νωρίς γίνεται.
– Προτιμήστε μήνες όπως Ιούνιο ή Σεπτέμβριο.
– Μην κυνηγάτε μόνο τα δημοφιλή νησιά, υπάρχουν δεκάδες αθόρυφα διαμαντάκια.
– Αναζητήστε παραλίες χωρίς πολυκοσμία.
– Κρατήστε ρεαλιστικές προσδοκίες – οι διακοπές δεν χρειάζεται να είναι τέλειες για να είναι όμορφες.
Τελικά, τι μένει από όλο αυτό;
Μένει η αίσθηση ότι το ελληνικό καλοκαίρι, με όλα του τα καλά και τα δύσκολα, είναι ένα κομμάτι της ζωής μας που δεν το αλλάζουμε. Μας κουράζει, μας κάνει να γελάμε, μας δοκιμάζει, αλλά στο τέλος πάντα το θέλουμε πάλι.
Και του χρόνου θα ξανακλείσουμε εισιτήρια. Γιατί είμαστε Έλληνες. Και το καλοκαίρι, ακόμα κι όταν μας τρελαίνει, το αγαπάμε βαθιά.












