Ο Λέοναρντ Κοέν ήταν από εκείνες τις μορφές που δεν τις ξεχνάς εύκολα. Ένας άνθρωπος που δεν φώναξε ποτέ, κι όμως η φωνή του έφτασε παντού. Ποιητής, τραγουδιστής, στοχαστής, ταξιδευτής. Και κάπως έτσι, από το Μόντρεαλ βρέθηκε στην Ύδρα, πήρε Γκράμυ, έχτισε μια μοναχική φιλοσοφία ζωής και για χρόνια φόρεσε τα ράσα ενός βουδιστή μοναχού. Μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις, αλλά πάντα αληθινή.
Πώς ξεκίνησε ένας ποιητής να γίνεται θρύλος
Στη δεκαετία του ’60 ο Κοέν δεν έμοιαζε με κανέναν. Δεν είχε τη λάμψη των ποπ σταρ, ούτε τις φωνές των ροκάδων. Είχε όμως κάτι πιο σπάνιο: έγραφε σαν να μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά σας. Πριν καν βγει στη μουσική, είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα. Αλλά κάποια στιγμή, η κιθάρα πήρε τη θέση της πένας και ο κόσμος άκουσε τραγούδια όπως το “Suzanne” και το “Bird on the Wire”.
Δεν χρειάστηκε πολλά για να γίνει διεθνές όνομα. Μόνο μια φωνή μελαγχολική, ζεστή, απαλή – σαν ψίθυρος που ζητά να τον προσέξεις.
Γιατί η Ύδρα έγινε το σπίτι της έμπνευσής του
Όταν οι περισσότεροι καλλιτέχνες κυνηγούσαν δόξα, ο Κοέν έψαχνε ησυχία. Τη βρήκε στην Ύδρα, τότε ένα απλό νησί χωρίς αυτοκίνητα και πολυτέλειες. Αγόρασε ένα λευκό πέτρινο σπίτι με μπλε παντζούρια και μέσα σε εκείνη τη λιτότητα έγραψε στίχους που έμειναν στην ιστορία.
Στην Ύδρα γνώρισε και τη Μάριάν Ιλέν, τη γυναίκα που έγινε η μούσα του. Το “So Long, Marianne” γράφτηκε για εκείνη, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο φως, αλλά και σιωπή. Οι ντόπιοι θυμούνται τον Κοέν σαν έναν από αυτούς· όχι σαν διάσημο, αλλά σαν άνθρωπο που σεβόταν τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Πώς η επιτυχία δεν τον άλλαξε ποτέ
Παρότι κατέκτησε μουσικές σκηνές σε όλο τον κόσμο, ο Κοέν δεν έζησε ποτέ πραγματικά πλουσιοπάροχα. Ακόμα και το Γκράμυ του δεν τον έκανε να αισθάνεται διαφορετικά. Παρέμεινε λιτός, σχεδόν ασκητικός. Κι όταν ένα οικονομικό σκάνδαλο τον άφησε χωρίς περιουσία, στα εβδομήντα του ξαναβγήκε σε περιοδεία για να αποκαταστήσει όσα έχασε.
Και κάπως έτσι κέρδισε μια νέα γενιά θαυμαστών. Στις συναυλίες του στεκόταν πάνω στη σκηνή με καπέλο και χαμόγελο, τραγουδώντας σαν σοφός παππούς που μοιραζόταν ιστορίες.
Τι τον οδήγησε σε ένα βουδιστικό μοναστήρι
Παρά τη φήμη του, ο Κοέν πάλευε με την κατάθλιψη και την εξάντληση. Έτσι, στις αρχές των ’90s αποσύρθηκε στο όρος Μπάλντι, στη Νότια Καλιφόρνια. Εκεί έζησε ως βουδιστής μοναχός, με το όνομα Jikan – «η σιωπή». Το πρόγραμμα ήταν αυστηρό: προσευχή, διαλογισμός, χειρωνακτική εργασία. Για εκείνον αυτό δεν ήταν φυγή. Ήταν ανάγκη.
Κι όταν επέστρεψε, ήταν πιο ήρεμος και πιο βαθιά συνδεδεμένος με όσα ήθελε να γράψει.
Πώς άλλαξε η μουσική του στα τελευταία χρόνια
Μετά την περίοδο στο μοναστήρι, οι δίσκοι του έγιναν ακόμη πιο γυμνοί, πιο απλοί, σχεδόν φωτεινοί μέσα στη σκοτεινιά τους. Η φωνή του είχε βαρύνει, αλλά ήταν πιο διεισδυτική από ποτέ. Τα τραγούδια του έμοιαζαν με μικρά μαθήματα ζωής, βγαλμένα από εμπειρίες και υπαρξιακούς αγώνες.
Ο κόσμος άκουγε, όχι γιατί ήταν μόδα, αλλά γιατί έβρισκε αλήθεια.
Γιατί η Ύδρα έμεινε στην καρδιά του μέχρι το τέλος
Παρότι ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, η Ύδρα ήταν πάντα η βάση του. Εκεί επέστρεφε για να ξαναβρεί τον εαυτό του. Το σπίτι του, ακόμα χωρίς σύγχρονες συσκευές, έχει γίνει σχεδόν θρύλος. Όσοι περπατούν στα σοκάκια λένε πως σχεδόν νιώθουν τη φιγούρα του να χαμογελά διακριτικά, να κάθεται στα καφενεία ή να αγναντεύει το πέλαγος.
Ο Κοέν δεν ήταν επισκέπτης στην Ύδρα. Ήταν μέρος της.
Μια ζωή γεμάτη τέχνη, πίστη και αναζήτηση
Ο Λέοναρντ Κοέν κινήθηκε ανάμεσα σε κόσμους που συνήθως δεν συναντιούνται: υπήρξε ταυτόχρονα ποιητής και τραγουδιστής, Εβραίος και βουδιστής μοναχός, διάσημος και βαθιά ταπεινός. Δεν προσπάθησε να εντυπωσιάσει. Προσπάθησε μόνο να καταλάβει τη ζωή. Κι αυτό μάλλον ήταν που έκανε τον κόσμο να τον αγαπήσει τόσο.
Η κληρονομιά του δεν είναι μόνο τα τραγούδια. Είναι ο τρόπος που έζησε: ήσυχα, αληθινά, με μια διαρκή ανάγκη να βρίσκει ουσία μέσα στο χάος. Από την Ύδρα μέχρι το Λος Άντζελες, η διαδρομή του έδειξε ότι η τέχνη μπορεί να είναι γέφυρα, παρηγοριά και αλήθεια ταυτόχρονα.












