Ονειρευτήκατε ποτέ να τα αφήσετε όλα πίσω και να ζήσετε σε ένα μικρό, άγριο νησάκι, μακριά από τους θορύβους και τις σκοτούρες της πόλης; Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία ενός Θεσσαλονικιού που αποφάσισε να κάνει πράξη αυτό που για τους περισσότερους μένει… φαντασίωση. Έστησε το δικό του beach bar στην Κουνούπα, μια μικρή βραχονησίδα νότια της Αστυπάλαιας, και σήμερα ζει εκεί για μήνες ολόκληρους, παρέα με τα κύματα και τις σιωπές του Αιγαίου.
Η Κουνούπα που δεν γνωρίζατε
Αν δεν έχετε ακούσει ποτέ αυτό το όνομα, δεν φταίτε εσείς. Η Κουνούπα είναι ένα από τα μικρά, άγρια νησάκια που κρύβει διακριτικά το Νότιο Αιγαίο. Εκεί, το τοπίο είναι ατόφιο, τραχύ, χωρίς ξενοδοχεία, χωρίς δρόμους και χωρίς καμία οργανωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Το καλοκαίρι μόνο, λίγα καΐκια κάνουν στάση για μπάνιο και επιστρέφουν στην Αστυπάλαια με τους ενθουσιασμένους επιβάτες τους.

Τον χειμώνα, όμως, το νησί ανήκει αποκλειστικά στα θαλασσοπούλια, στα δελφίνια και στις φώκιες μονάχους. Ή σχεδόν αποκλειστικά… αφού υπάρχει και ένας άνθρωπος που το αποκαλεί σπίτι του.
Ο Θεσσαλονικιός που έγινε… νησιώτης μόνος του
Ο Δημήτρης, με καταγωγή από Θεσσαλονίκη, πριν από δέκα χρόνια έριξε άγκυρα στην Κουνούπα και δεν έφυγε ποτέ πραγματικά. Όπως λέει ο ίδιος, όλα ξεκίνησαν από απλές εκδρομές για ψάρεμα μαζί με τη σύζυγό του. Μικρά διήμερα που σιγά-σιγά έγιναν μεγαλύτερες διαμονές και τελικά ένας τρόπος ζωής.
Κάποια στιγμή, αποφάσισε ότι δεν του αρκούσε να επιστρέφει για λίγο. Ήθελε να ζήσει εκεί. Και για να το κάνει, έστησε ένα μικρό beach bar στην πιο όμορφη αγκαλιά του νησιού – έναν κόλπο που κάτω από τον ήλιο μοιάζει με φιλόξενο καταφύγιο για όποιον ψάχνει κάτι αυθεντικό.
Όλα φτιαγμένα με τα χέρια του
Όταν φτάνεις στο beach bar, πραγματικά αναρωτιέσαι αν βλέπεις σωστά. Ξύλινη πέργκολα, καλαμωτή, tribal λεπτομέρειες – και όλα αυτά στη μέση ενός άγριου τοπίου που δεν θυμίζει τίποτα ανθρώπινο. Ο Δημήτρης όμως εξηγεί πως κάθε τι χτίστηκε από τον ίδιο, με υλικά που μετέφερε με το καΐκι του.
Στην αρχή δεν υπήρχε καν τουαλέτα. Ούτε ρεύμα. Ούτε νερό. Σιγά-σιγά όμως έφτιαξε αποχετευτικό σύστημα, φωτοβολταϊκά, ακόμα και αντλίες που τραβούν θαλασσινό νερό. Και επειδή στο νησί δεν έχεις κάποιον να βοηθήσει αν κάτι χαλάσει, έμαθε να τα κάνει όλα μόνος: ξυλουργός, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, skipper.
Ακόμα και τα σκουπίδια τα μεταφέρει κάθε μέρα στην Αστυπάλαια, μια ώρα δρόμο με το καΐκι του. “Το νησί μας είναι καθαρό. Δεν έχει ούτε σκουπιδάκι”, λέει με περηφάνια.
Η ζωή με τους τουρίστες και η μικρή κοινότητα του νησιού
Παρόλο που τους χειμερινούς μήνες ζει ουσιαστικά μόνος, το καλοκαίρι τα πράγματα αλλάζουν. Στο beach bar δουλεύουν πια δέκα άτομα, όλοι άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν αυτό το διαφορετικό lifestyle – πιο απλό, πιο ελεύθερο, πιο κοντά στη φύση.
Κάθε μέρα, εκατοντάδες επισκέπτες περνούν από την Κουνούπα. Κάνουν βουτιές στον προστατευμένο κόλπο, ρίχνουν μια ματιά στο bar που μοιάζει βγαλμένο από ταινία και συχνά στέκονται να ακούσουν την ιστορία του Δημήτρη.
Κι όμως, παρά την ομορφιά της ζωής εκεί, δεν είναι όλα εύκολα. “Πρέπει να υπάρχουν όρια και κανόνες”, λέει. “Δεν διαχειρίζεσαι μόνο τον εαυτό σου, αλλά και εκατοντάδες άτομα που περνούν από εδώ κάθε μέρα.”
Και φυσικά, η ζωή σε μια βραχονησίδα έχει υψηλό κόστος. Τα καύσιμα μόνο του καϊκιού φτάνουν τα 4.000-5.000 ευρώ τον χρόνο. Ο πάγος άλλα τόσα. Και μετά είναι οι προμήθειες, οι μισθοί, η κάβα… Παρ’ όλα αυτά, ο Δημήτρης δεν αλλάζει αυτή τη ζωή με τίποτα.
Γιατί κάποιος επιλέγει να ζήσει έτσι;
Όταν τον ρωτούν αν του λείπει η Θεσσαλονίκη, γελάει. “Τίποτα δεν μου λείπει. Μόνο τους δικούς μου θέλω να βλέπω λίγο.”
Στην πραγματικότητα, αυτό που του προσφέρει η Κουνούπα δεν αγοράζεται.
Ελευθερία. Αυτονομία. Ησυχία. Ένα τοπίο που αλλάζει μόνο με τον άνεμο και το φως.
Και όπως λέει ο ίδιος, αυτή η αίσθηση τον “ξεπληρώνει”.
Ίσως τελικά αυτό να είναι το μυστικό της ιστορίας του: ότι έφτιαξε μια μικρή γωνιά του κόσμου όπως ακριβώς την ήθελε και είχε το θάρρος να την ζήσει πραγματικά.

Μια τελευταία εικόνα πριν φύγουμε
Καθώς το καΐκι σαλπάρει πίσω για Αστυπάλαια, ο Δημήτρης μένει πίσω, έτοιμος να συνεχίσει άλλη μια μέρα στον δικό του μικρό παράδεισο. Το φθινόπωρο, κι αυτός θα κατέβει για λίγο στη Μαλτεζάνα. Αλλά η Κουνούπα θα τον περιμένει.
Και ίσως κάποιος άλλος, μια μέρα, να βρει το θάρρος να κάνει το ίδιο ταξίδι. Ή να δημιουργήσει τον δικό του μικρό κόσμο κάπου αλλού, σε ένα νησί που μοιάζει αφιλόξενο… αλλά είναι πολύ πιο φιλόξενο απ’ όσο νομίζουμε.












