Η απίστευτη ιστορία των πεντάδυμων που έγιναν θέαμα για τους τουρίστες
Το 1934, σε ένα μικρό και αρκετά απομονωμένο χωριό του Καναδά, συνέβη κάτι που έμοιαζε σχεδόν θαύμα. Πέντε μωρά, οι περίφημες αδερφές Ντιόν, ήρθαν στον κόσμο και κατάφεραν να επιζήσουν, κάτι που μέχρι τότε θεωρούνταν αδιανόητο. Ολόκληρος ο πλανήτης μιλούσε για τις μικρές Γιβόν, Ανέτ, Σεσίλ, Εμιλί και Μαρί. Όμως, πίσω από τον ενθουσιασμό, έκρυβαν μια από τις πιο σκοτεινές ιστορίες εκμετάλλευσης στην Ιστορία.
Πώς από θαύμα της φύσης έγιναν “ιδιοκτησία” του κράτους
Λίγο μετά τη γέννησή τους, η κυβέρνηση του Οντάριο αποφάσισε ότι οι γονείς τους δεν ήταν ικανοί να τις μεγαλώσουν. Με πρόσχημα την «προστασία» τους, αφαίρεσε την κηδεμονία και ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της ζωής τους. Τότε ξεκινούσε μια πραγματικότητα που κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να ζήσει.
Οι μικρές μεταφέρθηκαν σε έναν ειδικά χτισμένο χώρο, σχεδόν απέναντι από το σπίτι της οικογένειάς τους. Το μέρος αυτό ονομάστηκε «Quintland». Έμοιαζε περισσότερο με ζωολογικό κήπο παρά με σπίτι για παιδιά.
Οι γυάλινοι τοίχοι που τις έκαναν αξιοθέατο
Στο Quintland, οι πέντε αδερφές ζούσαν πίσω από γυάλινους τοίχους. Για εκείνες, ήταν ολόκληρος ο κόσμος τους. Για τους επισκέπτες, ήταν ένα θέαμα που δεν ήθελαν να χάσουν.
Καθημερινά, χιλιάδες τουρίστες έφταναν για να παρακολουθήσουν τις μικρές να παίζουν, να τρώνε ή απλώς να κάνουν αυτό που κάνει κάθε παιδί. Μόνο που για τις αδελφές, τίποτα από αυτά δεν ήταν φυσιολογικό. Η ζωή τους ήταν διαρκώς εκτεθειμένη, σαν να ήταν μέρος κάποιου πειράματος.
Μέσα σε λίγα χρόνια, περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άνθρωποι επισκέφθηκαν το Quintland. Ο αριθμός αυτός ξεπερνούσε ακόμη και την επισκεψιμότητα στους Καταρράκτες του Νιαγάρα – κάτι που λέει πολλά για το πόσο έντονη ήταν η μανία του κόσμου.
Ένα όνομα που έγινε χρυσή μπίζνα
Οι αδερφές Ντιόν μετατράπηκαν σε εμπορικό σήμα. Η εικόνα τους φιγουράριζε παντού: σε καρτ-ποστάλ, παιχνίδια, αναμνηστικά, διαφημίσεις, προϊόντα για μωρά. Το κράτος, για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία, είχε δημιουργήσει ένα “brand” γύρω από πέντε παιδιά.
Τα χρήματα που κέρδιζε ο Καναδάς από τις πεντάδυμες ήταν τεράστια. Όμως τα κορίτσια δεν έβλεπαν τίποτα από αυτά, τουλάχιστον όχι όσο ήταν παιδιά.
Η παιδική ηλικία που δεν έζησαν ποτέ
Πίσω από τους χαμογελαστούς φακούς, η ζωή τους ήταν κλειστή, απομονωμένη και αφύσικη. Δεν είχαν επαφή με τα άλλα παιδιά του χωριού. Δεν γνώριζαν ουσιαστικά την ίδια τους την οικογένεια. Μεγάλωναν σε έναν χώρο γεμάτο γιατρούς, νοσοκόμες και επισκέπτες που τις έβλεπαν σαν αξιοθέατο.
Όταν, τελικά, γύρισαν στο σπίτι τους στα εννέα τους χρόνια, η μετάβαση ήταν σκληρή. Η οικογενειακή ζωή, που για άλλα παιδιά είναι αυτονόητη, γι’ αυτές ήταν κάτι άγνωστο. Η απόσταση που είχε δημιουργηθεί δεν γεφυρώθηκε ποτέ πραγματικά.
Οι πληγές που έμειναν και μια δικαίωση που ήρθε πολύ αργά
Μεγαλώνοντας, οι αδερφές Ντιόν προσπάθησαν να ξαναβρούν τον εαυτό τους. Η διασημότητα που τις είχε κυνηγήσει ως παιδιά δεν τους χάρισε μια ευτυχισμένη ζωή. Αντίθετα, πολλές από αυτές αντιμετώπισαν ψυχικά τραύματα και δυσκολίες που είχαν τις ρίζες τους στα παιδικά τους χρόνια.
Τη δεκαετία του ’90, οι επιζήσασες αποφάσισαν να κινηθούν νομικά κατά του καναδικού κράτους. Ζήτησαν αναγνώριση της κακομεταχείρισης και της εκμετάλλευσής τους. Το 1998, το κράτος τους έδωσε αποζημίωση ύψους 4 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ήταν μια μορφή δικαίωσης. Όμως οι δεκαετίες που είχαν χαθεί δεν επέστρεφαν. Η παιδική ηλικία τους είχε δοθεί σε ένα σύστημα που τις είδε σαν θέαμα αντί για ανθρώπους.
Το μήνυμα που μένει μέχρι σήμερα
Η ιστορία των πεντάδυμων Ντιόν δεν είναι απλώς ένα περίεργο περιστατικό του παρελθόντος. Είναι μια υπενθύμιση για το πόσο εύκολα μπορεί η κοινωνία να παραβλέψει την ανθρώπινη αξία, όταν κυριαρχεί το θέαμα και το κέρδος.
Σήμερα, η ιστορία τους συγκινεί, σοκάρει και ανοίγει συζητήσεις για τα δικαιώματα των παιδιών, την προστασία της ιδιωτικής ζωής και τα όρια της δημοσιότητας. Είναι ένα μάθημα που εξακολουθεί να έχει νόημα, σε μια εποχή όπου η δημόσια έκθεση – ιδίως των ανηλίκων – έχει γίνει ακόμη πιο εύκολη.
Οι πέντε αδερφές ζουν μέσα από τη μνήμη όσων έμαθαν την ιστορία τους. Και μας θυμίζουν ότι πίσω από κάθε “αξιοθέατο”, υπάρχει πάντα ένας άνθρωπος με ανάγκες, συναισθήματα και δικαιώματα που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε.












