Ποια είναι τα 400 που έχει κάποιος «που τα έχει τετρακόσια»; Μια φράση που όλοι χρησιμοποιούμε, αλλά λίγοι ξέρουν από πού ξεκίνησε. Κι όμως, πίσω της κρύβεται μια ιστορία γεμάτη παζάρια, ζυγαριές, μανάβικα και μια παλιά μονάδα μέτρησης που κάποτε καθόριζε την καθημερινή ζωή. Ας τη δούμε με απλά λόγια και λίγο πιο… κουλουριασμένα γύρω από την ελληνική κουλτούρα.
Γιατί λέμε ότι κάποιος «τα έχει τετρακόσια»
Αν το ακούσεις πρώτη φορά, λες «μα τι είναι αυτά τα 400;». Σήμερα το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι κάποιος είναι ξύπνιος, sharp, με γρήγορη αντίληψη. Σαν να λέμε ότι «δουλεύει το μυαλό του ρολόι». Η φράση όμως γεννήθηκε πολύ πριν αποκτήσει νοηματικό βάρος, όταν το μόνο που μετρούσε ήταν… το βάρος.
Ο κόσμος πριν τα κιλά και τα γραμμάρια
Πριν μπει στη ζωή μας το δεκαδικό σύστημα, η Ελλάδα είχε άλλο σύστημα μέτρησης. Οι παλιότεροι θα το θυμούνται: δράμια και οκάδες. Το δράμι ήταν η μικρή, βολική μονάδα. Η οκά ήταν η μεγάλη. Μια οκά είχε 400 δράμια μέσα της. Κι αυτό το 400, τόσο στρογγυλό και απόλυτο, έμεινε στη γλώσσα σαν σύμβολο πληρότητας.
Τι σχέση έχουν τα δράμια με την εξυπνάδα
Οι άνθρωποι της εποχής είχαν μια φράση: «έχει όλα του τα δράμια». Δηλαδή δεν του λείπει τίποτα. Είναι γεμάτος, ολοκληρωμένος. Όταν λοιπόν κάποιος ήταν συγκεντρωμένος, προσεκτικός, υπολογιστικός, έλεγαν πως «τα έχει όλα του», ότι «τα έχει τετρακόσια». Ενώ όταν κάποιος έκανε γκάφες, δεν καταλάβαινε τι γίνεται γύρω του ή τον έλεγες λίγο… αφηρημένο, τότε άκουγες το αντίθετο: «δεν έχει δράμι μυαλό».
Πώς κόλλησε το 400 στον τρόπο που μιλάμε
Η οκά μπορεί να εξαφανίστηκε από τις ζυγαριές, αλλά όχι από την κουβέντα. Ο μανάβης του ’50, η γιαγιά στο χωριό, ο μπακάλης με το μολύβι στο αυτί, όλοι ζύγιζαν με οκάδες. Το 400 έγινε συνώνυμο του «γεμάτου». Άρα, όταν λες σήμερα ότι κάποιος «τα έχει τετρακόσια», λες απλά ότι «λειτουργεί πλήρως». Όχι μυστικισμός, όχι μεταφορές. Η φράση είναι καθαρά πρακτική: προέκυψε από τον τρόπο που ζύγιζαν το αλεύρι, το λάδι, το ρύζι.
Δεν είναι μαγικός αριθμός — είναι κυριολεξία
Σε πολλές γλώσσες, η εξυπνάδα περιγράφεται με περίεργες εικόνες. Εμείς όμως πήραμε ένα κανονικό εμπορικό μέτρο βάρους και το κάναμε μεταφορά για το μυαλό. Κι αυτό είναι που κάνει τη φράση τόσο… ελληνική. Γεννήθηκε μέσα στην καθημερινότητα και παρέμεινε επειδή ήταν απλή και άμεση.
Το πιο αστείο; Το 400 δεν έχει κάποιο συμβολισμό. Δεν σημαίνει τελειότητα, ούτε έχει κάποια μυστική δύναμη. Αν η οκά είχε 372 δράμια, θα λέγαμε «τα έχει 372». Τόσο απλό.
Γιατί όχι 500 ή 1000;
Η οκά ήταν ο «βασιλιάς» των μέτρων στην αγορά. Αν ήθελες να μαγειρέψεις, να πουλήσεις, να αγοράσεις, η οκά ήταν η μονάδα που καταλάβαιναν όλοι. Έτσι, το 400 έγινε ακούσια μονάδα πληρότητας. Έμεινε στις λαϊκές εκφράσεις, πέρασε στις κουβέντες των πόλεων και της επαρχίας και κατέληξε σήμερα να χρησιμοποιείται χωρίς κανείς να θυμάται την προέλευσή του.
Πώς χρησιμοποιούμε σήμερα την έκφραση
Στη σημερινή καθημερινότητα, η φράση ζει μια δεύτερη ζωή. Θα την ακούσεις:
– για κάποιον που σκέφτεται γρήγορα
– όταν θέλεις να δείξεις ότι κάποιος «το έχει»
– σε πειράγματα μεταξύ φίλων
– σε πιο σοβαρές συζητήσεις, για να δείξεις εκτίμηση στο μυαλό κάποιου
Αυτό το ωραίο, λαϊκό χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας κρατάει τη φράση ζωντανή. Είναι σαν μικρό απομεινάρι μιας εποχής όπου όλα μετριούνταν στο χέρι, με μια ζυγαριά που έτριζε.

Η άλλη πλευρά: όταν κάποιος «δεν έχει δράμι»
Αν το «τα έχει τετρακόσια» είναι ο έπαινος, το «δεν έχει δράμι μυαλό» είναι το κατσάδιασμα. Κι εδώ πάλι η εικόνα είναι κυριολεκτική. Σαν να λέμε ότι λείπουν κομμάτια. Ότι η ζυγαριά δεν φτάνει στην οκά. Μια απλή, σχεδόν αστεία εικόνα, που όμως λέει πολλά για τον ελληνικό τρόπο να περιγράφουμε πράγματα με χιούμορ.
Τα 400 ως κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας
Τελικά, η φράση δεν είναι απλώς ένα γλωσσικό απομεινάρι. Είναι ένα μικρό παράθυρο στον τρόπο που οι Έλληνες σκέφτονταν, μετρούσαν και ζούσαν. Μιλά για μια κοινωνία όπου τα μέτρα και τα σταθμά ήταν καθημερινά εργαλεία, όχι κάτι αφηρημένο.
Σήμερα η οκά είναι παρελθόν. Το δράμι ακόμη περισσότερο. Αλλά η φράση συνεχίζει. Γιατί είναι ωραία, άμεση και περιγράφει τέλεια τον άνθρωπο που «δουλεύει», που είναι σε εγρήγορση, που έχει το μυαλό του στη θέση του.
Και τώρα που ξέρεις τι σημαίνει πραγματικά, την επόμενη φορά που θα πεις ότι κάποιος «τα έχει τετρακόσια» θα το λες με λίγο παραπάνω χαμόγελο. Γιατί πίσω από το χιούμορ κρύβεται ένα κομμάτι ελληνικής ιστορίας που επέζησε — όχι σε βιβλία, αλλά στην καθημερινή μας γλώσσα.












